- γραμμίζω
- (Μ γραμμίζω) [γραμμή]χαράσσω γραμμέςμσν.στολίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεγραμμισμένων — γραμμίζω perf part mp fem gen pl γραμμίζω perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμίζειν — γραμμίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
γραμμίστρια — και γραμμίστρα, η [γραμμίζω] βαμμένο νήμα για χάραξη έγχρωμων ευθειών γραμμών πάνω σε τοίχους … Dictionary of Greek
γραμμιστήρι — το [γραμμίζω] η γραμμίστρια … Dictionary of Greek
γραμμιστής — (grammistes).Γένος ψαριών του αθροίσματος των ακανθοπτερυγίων, της οικογένειας των περκιδών. Τα ψάρια αυτά έχουν πλατύ και μάλλον κοντό σώμα, μεγάλο στόμα, ανεπτυγμένα στηθιαία πτερύγια και ουρά στρογγυλή. Ζουν στις θερμές θάλασσες και το… … Dictionary of Greek